- πολύθραυστος
- πολύ-θραυστος, ον,A much-broken, EM1.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολύθραυστος — ον, Α 1. σπασμένος σε πολλά κομμάτια 2. εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θραυστός (< θραύω «σπάζω»), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] … Dictionary of Greek
πολύθραυστον — πολύθραυστος much broken masc/fem acc sg πολύθραυστος much broken neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)